- συνοκλάζω
- Α1. οκλάζω, κάθομαι στηριζόμενος στα πόδια μου («πρός τὸ πλῆθος τῶν βελῶν συνοκλάσαντας καλύπτεσθαι», Ιωσ.)2. (για ελέφαντα) γονατίζω συγχρόνως3. μτφ. ξεπέφτω («ἀπέστη τοῡ φωτός... καὶ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν συνώκλασεν», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»].
Dictionary of Greek. 2013.